-
1 άγγελος
ο, άγγελισσα и άγγελίνα η1) вестни|к, -ца, гонец; 2) ангел;§ βλέπω τον άγγελό μου — а) быть при смерти; — б) испугаться до смерти;
του αγγέλου του νερό δεν δίνει ≈ он нαγγελόψυχος, η, ο с ангельской душой; очень добрый, милосердный -
2 άγγελος
άγγελος οангел – дух предстоящий небесному Жертвеннику и Престолу Божьему. Ангелы считаются первыми творениями Бога. Составляют так называемые ангельские чины;ΦΡ.βλέπω τόν άγγελό μου — быть при смерти;Этим.заимствование в древнегреческом языке из иранского «άγγαρος» — «посыльный»
См. также в других словарях:
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… … Dictionary of Greek
αγγελοβλέπω — βλέπω τον άγγελο τού θανάτου κατά τις τελευταίες στιγμές τής ζωής μου, ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + βλέπω. ΠΑΡ. αγγελοβλεπούσα] … Dictionary of Greek
αγγελοματιάζω — βλέπω τον άγγελο που έρχεται να πάρει την ψυχή μου, ψοχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ματιάζω] … Dictionary of Greek